- ευπόρευτος
- εὐπόρευτος, -ον (ΑΜ)(για οδό)ευδιάβατος, ευκολοπέραστοςμσν.(για ταλαιπωρία) αυτή που περνάει, που ξεχνιέται εύκολα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πορευτός (< πορεύομαι)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εὐπόρευτος — easy to travel masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόρευτον — εὐπόρευτος easy to travel masc/fem acc sg εὐπόρευτος easy to travel neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόρευτα — εὐπόρευτος easy to travel neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐπόρευτοι — εὐπόρευτος easy to travel masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)